(ε)λεμές

(ε)λεμές
(ε)λεμές
ο
πληθ. -έδες (λ. τουρκ.)
1. η σταφίδα πρώτης ποιότητας.
2. μτφ., άνθρωπος κατώτερου ποιου, αγύρτης, αλήτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεμές — ο 1. η πρώτης ποιότητας σταφίδα, αλλ. ελεμές 2. (για πρόσ.) (πολύ ταπεινωτικός χαρακτηρισμός) αλήτης, αγύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • ελεμές — και λεμές, ο 1. σταφίδα πρώτης ποιότητας στο σταφιδεμπόριο τής Τουρκίας 2. (για άνθρ.) αγύρτης, αλήτης …   Dictionary of Greek

  • σουρτουκλεμές — και σουρουκλεμές, ο, θηλ. σουρτουκλεμέ και σουρουκλεμέ, Ν σουρτούκης, αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουρτούκης + λεμές «αλήτης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”